Valia Kamilou
Piraeus - Aegina
Η Αίγινα το χωριό
Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα και είμαστε ακόμη ζωντανοί
Τέσσερις μήνες καλοκαιρινές διακοπές! Λάθος όχι καλοκαιρινές διακοπές. Τότε παραθερίζαμε και χάναμε τους μήνες, τις ημέρες και τις ώρες.
Ξυπόλητοι, με ένα μαγιό, χωρίς αντηλιακό, χωρίς μπρατσάκια και μάσκες, χωρίς μαθήματα, χωρίς κράνος ποδηλάτου, χωρίς ηλεκτρονικά παιχνίδια, χωρίς αντικουνουπικά, χωρίς αλλεργίες, χωρίς εμφιαλωμένο νερό, χωρίς αντιτετανικούς, με ιώδιο και χωρίς ράμματα.
Καλοκαίρια με άπειρες ανταλλαγές κόμικς. Θερινό σινεμά ασυνόδευτοι μ' ένα φακό στην τσέπη για την επιστροφή από μονοπάτια. Μ' ένα καλάμι, πετονιά, αγκίστρι, ένα πιρούνι για τα καβούρια και ένα σουγιά για τις πεταλίδες.
Καλοκαίρια και βουτιές με το κεφάλι απ' τα ψηλότερα βράχια. Αναρριχήσεις χωρίς ορειβατικά μποτάκια. Ποδήλατα χωρίς φρένα αλλά με κόντρα για τις δύσκολες καταβάσεις στο πευκοδάσος. Νερό από πηγάδια, στέρνες και από βρύσες με το στόμα. Κλεμμένα σύκα, σταφύλια, καρπούζια και κυνηγητό με τον αγροφύλακα. Σκοποβολή με αεροβόλα και πέτρες. Συλλογές κουκουναριών, γιασεμιών, μυρμηγκιών, τζιτζικιών και φιδοπουκάμισων.
Τηγανιτά, παγωτά, γλυκά, λουκούμια, υποβρύχια και τσιπς καθημερινά χωρίς να «πιάνουμε» γραμμάριο. Παιχνίδι όλη μέρα χωρίς να σε αναζητά ενήλικας.
Και όμως ζήσαμε και γίναμε έφηβοι. Ελεύθερο κάμπινγκ παντού, μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα, ώτο-στοπ, μίνι κούπερ χωρίς ζώνες ασφαλείας, αερόσακους, πλαϊνούς καθρέφτες και ταξίδια σαν σαρδέλες πέντε - έξι άτομα. Φωτιές σε παραλίες, τραγούδια, χορός, κιθάρες, μπουζούκια, χταπόδια στα κάρβουνα, μπύρες και ούζα, ανεξέλεγκτα μεθυσμένα ξενύχτια.
Και όμως τα καταφέραμε και γίναμε ενήλικες.
Τα «ασύδοτα», τα ανεκτίμητα, τα ελεύθερα καλοκαίρια μας ωρίμασαν τόσο διαφορετικά απ' τις επόμενες γενιές.
Ζήσαμε σαν παιδιά και σαν έφηβοι.
Γεμίσαμε τις βαλίτσες με καλοκαίρια και είμαστε ακόμη ζωντανοί.
Ο Πειραιάς η πατρίδα
Πειραιώτικα χρόνια πολλά για σένα που η ταυτότητά σου γράφει τόπος γέννησης ΠΕΙΡΑΙΑΣ.
Τι σημαίνει να είσαι Πειραιώτισσα.
Πολυτραγουδισμένος, με μεγάλη ιστορία, ντόμπρους ανθρώπους κι ένα κράμα από πρόσφυγες και νησιώτες, ο Πειραιάς δεν είναι απλά ένα λιμάνι, τρεις καλές ψαροταβέρνες και η θέα στο Μικρολίμανο.
Ο Πειραιάς είναι πολλά περισσότερα. Το να κατάγεσαι από τον ΠΕΙΡΑΙΑ, σημαίνει:
Να πάνε να αμφισβητήσουν το λόγο σου και να απαντάς: «Μα ξέρεις είμαι από τον Πειραιά, καταλαβαίνεις». Και να καταλαβαίνουν.
Να σιχτιρίζεις όταν πρέπει να «ανέβεις» Αθήνα.
Να είσαι και του λιμανιού και του σαλονιού. Κι αυτή να είναι η γοητεία σου.
Να υπάρχει έστω ένας ναυτικός σε κάθε σόι.
Να απορείς πώς χάνονται οι ξένοι όταν έρχονται στον Πειραιά αφού όποιον δρόμο και να πάρεις καταλήγεις σε θάλασσα.
Να μην καταλαβαίνεις την κόντρα μεταξύ Αθηναίων και Θεσσαλονικιών, κι όταν πάνε να σε μπλέξουν να λες «Εγώ δεν είμαι από την Αθήνα, είμαι από τον Πειραιά».
Να σε ξυπνάει τα καλοκαίρια η φωνή από τη ντουντούκα που επαναλαμβάνει: «Ο Νίκος, ο γλύκας, καρπούζια με το μαχαίρι».
Να έχεις προλάβει τον Γιάννη Μαντζουράνη να «σπάει» την ησυχία της κερκίδας φωνάζοντας «Α ρε εθνικάραααα».
Να σου έχουν «χτίσει» ολόκληρη συλλογή από λαμπάδες/κασκόλ/λούτρινα/μπλούζες/σημαιάκια/φανέλες του Ολυμπιακού. Κι ας τους βγήκες κόρη κι όχι γιος.
Να είναι Σαββατόβραδο, 3 τα ξημερώματα κι εσύ μεθυσμένος, να μπαίνεις στο φίσκα 040 από το Σύνταγμα με προορισμό το τέρμα.
Να μην καταλαβαίνεις γιατί όλοι μιλούν για τη Μαβίλη, όταν υπάρχουν τα Ιμαλάια.
Να κάνεις μια βόλτα στην Πειραϊκή και ξαφνικά όλα να είναι καλύτερα.
Να ξέρεις πού θα πετύχεις ποιον. Και βασικά πού θα τον αποφύγεις.
Να μπαίνεις κρυφά ένα βράδυ σε μια βάρκα στο Πασαλιμάνι ελπίζοντας ότι δεν σας έχει δει κανείς.
Να κάθεσαι στις πάνω πάνω θέσεις στο Βεάκειο, και το μάτι σου να φεύγει από την παράσταση και να χαζεύεις τη θέα.
Να ταυτίζεσαι με όλα τα τραγούδια που έχουν γραφτεί για τον Πειραιά. Με όλα.
Να ζεις στην πόλη που δημάρχους βγάζει ο Ολυμπιακός.
Να έχεις μάθει να πιάνεις στέκα στα μπιλιαρδάδικα του Μακρίδη.
Να έχεις μάθει ποδήλατο πίσω από το ΣΕΦ.
Να έχεις γίνει αστέρι στο παρκάρισμα γιατί τα στενά μας είναι τα πιο στενά.
Να χαιρετιέσαι με το γείτονα στο απέναντι μπαλκόνι, ώρες ώρες να σου σπάνε τα νεύρα τα παιδιά που παίζουν κάτω στο δρόμο, στο ψιλικατζίδικο να σε ξέρουν με το μικρό σου όνομα, να λες πέντε καλημέρες όποτε βγαίνεις από το σπίτι.
Να ζεις ακόμα σε γειτονιά.
Να περνάς το πρωί από την Τρούμπα και να βλέπεις τους κοστουμάτους που πάνε στα δικαστήρια και το βράδυ τα κουτσαβάκια να γλιστράνε στα μπαρ για κονσομασιόν.
Να έχεις σίγουρα έναν φίλο ιστιοπλόο ή πολίστα.
Να μπερδεύεσαι ακόμα με τις μονοδρομήσεις και να βρίζεις κάνοντας κύκλους.
Να περπατάτε από την Πειραϊκή προς το Πασαλιμάνι κι όταν φτάνετε στο ύψος της Ζέας να ρωτάς «από κάτω ή από πάνω;» Και η απάντηση να είναι «από κάτω».
Να ανακαλύπτεις τα στέκια της Αθήνας ως πρωτοετής φοιτητής πια, λες κι έχεις έρθει κι εσύ από την επαρχία.
Να απορείς πώς μπορούν να ζουν σαν τα ποντίκια χωρίς να βλέπουν θάλασσα οι Αθηναίοι.
Να ακούγονται κόρνες, σφυρίγματα, βεγγαλικά, δυναμιτάκια. Double ξανά στον Πειραιά.
Να είσαι ΑΕΚτζης, Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ, ΟΦΗ και να προσπαθείς να τους πείσεις ότι δεν είναι όλοι στον Πειραιά Ολυμπιακοί.
Να βρίζεις όλη μέρα τον Πειραιά αλλά να κάνεις καβγά όταν πάει κάποιος φλώρος Αθηναίος να στον θίξει.
Να είσαι σχεδόν σίγουρος ότι το μετρό του Πειραιά θα γίνει το επόμενο ανέκδοτο μετά από αυτό της Θεσσαλονίκης.
Να έχεις ακούσει μυθικούς καβγάδες ανάμεσα σε γιαγιάδες και παππούδες μέσα στο 906.
Να ανακαλύπτεις συνεχώς πόσο μικρός είναι ο κόσμος και να αναφωνείς «ένα χωριό είναι ο Πειραιάς».
Να χάνεις το τρίποντο επειδή σου πήρε ο αέρας την μπάλα στον Πορφύρα ή το Φοίνικα. Μα καλά ποιος σκέφτηκε να χτίσει μπασκέτες πάνω στα βράχια;
Να έχεις λιώσει το τάβλι στην Πασαρέλα.
Να έχεις κάνεις σεξ μέσα σε αυτοκίνητο στον Προφήτη Ηλία.
Να έχεις πάει στο Σταυρό μετά από ερωτική απογοήτευση.
Να έχεις παίξει στις κούνιες του Διρό πριν κλείσουν.
Να αγαπάς τα συνοικιακά σινεμά όπως το ΣΙΝΕΑΚ.
Να έκανες το πρώτο σου strike στον Προφήτη Ηλία.
Να πετυχαίνεις τις γιαγιάδες που είναι ντυμένες με την παραδοσιακή στολή της Καρπάθου κάθε Σάββατο μεσημέρι στη λαϊκή της Καλλίπολης.
Να μην υπάρχει καλύτερο φαστφουντάδικο από το American House.
Να περνάς μια περίοδο στη ζωή σου που να γκρινιάζεις ότι δεν έχει τίποτα ο Πειραιάς και μετά από λίγο να μην ξεκολλάς.
Να μην μπορείς να εξηγήσεις πώς οι Πειραιώτισσες είναι μαγκάκια και αντράκια και συνάμα απίστευτα θηλυκές.
Να πίνεις μπύρα περιπτέρου σε ένα πεζούλι με θέα τις βάρκες και να μην συγκρίνεται ούτε με το πιο ψαγμένο κοκτέιλ στο Χίλτον.
Να λες εγώ δε θα φύγω ποτέ από εδώ, κι ακόμα όταν το κάνεις, να ξέρεις ότι μια μέρα θα επιστρέψεις.
Αρθρογράφος: Μελπομένη Μαραγκίδου